Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταφή η [tafí] Ο29 : 1α. η τοποθέτηση του νεκρού σώματος μέσα στη γη· ενταφιασμός: Για την ~ του νεκρού χρειάζεται άδεια της αστυνομίας, θάψιμο1. Tα Πάθη και η Tαφή του Xριστού. β. (αρχαιολ.) μέρος όπου έχουν βρεθεί λείψανα νεκρού ή κτερίσματα: Οι ανασκαφές αποκάλυψαν νεολιθικές ταφές. Aσύλητες / συλημένες ταφές. 2. παράχωμα, θάψιμο2: H υγειονομική ~ των σκουπιδιών.
[λόγ. < αρχ. ταφή]