Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταυτόσημος -η -ο [taftósimos] Ε5 : που έχει την ίδια σημασία ή το ίδιο νοηματικό περιεχόμενο με κτ. άλλο, που το ονομάζουν ή το διατυπώνουν με τον ίδιο τρόπο: Tαυτόσημη λέξη / ανακοίνωση. || (ως ουσ., γραμμ.) τα ταυτόσημα, λέξεις που η σημασία τους είναι εντελώς η ίδια, π.χ.: αχλάδι, απί δι· (πρβ. συνώνυμα).
[λόγ. < μσν. ταυτόσημος < ταυτο- + σήμ(α) -ος]