Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταυτοπροσωπία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταυτοπροσωπία η [taftoprosopía] Ο25 : 1. (γραμμ.) συντακτικό φαινόμε νο της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής, κατά το οποίο το απαρέμφα το και το ρήμα, από το οποίο εξαρτάται, έχουν το ίδιο υποκείμενο. ANT ετεροπροσωπία. 2. ταυτότητα: Έλεγχος ταυτοπροσωπίας με επίδειξη της ταυτότητας.

[λόγ. ταυτο- + πρόσωπ(ον) -ία κατά το ετεροπροσωπία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες