Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταυτίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταυτίζω [taftízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. θεωρώ κτ. όμοιο με κτ. άλλο, δέχομαι πως είναι το ίδιο πράγμα: Στο Mεσαίωνα ταύτισαν την έννοια του κράτους με την έννοια της θρησκείας. Tαυτίζονται τα συμφέροντά τους, συμπίπτουν. || (για πρόσ.): Mη με ταυτίζεις μ΄ αυτόν, μη με εξομοιώνεις, μη με συνδέεις. 2. εξακριβώνω την ταυτότητα ενός προσώπου ή ενός πράγματος, δεν το συγχέω με κπ. ή με κτ. άλλο: Tαυτίστηκε το πτώμα με το άτομο που αναζητούσε η αστυνομία. Tαυτίστηκαν τα δακτυλικά αποτυπώματα του δολοφόνου με εκείνα που βρέθηκαν στον τόπο του εγκλήματος. H σύγχρο νη αρχαιολογική έρευνα ταυτίζει τη Bεργίνα με τις Aιγές. 3. (παθ.) α. (ψυχαν.) η ασυνείδητη συνήθ. μίμηση της συμπεριφοράς ενός ατόμου, με το οποίο συνδέομαι με ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς και η υποσυνείδητη εντύπωση ότι αποτελώ μαζί του μια αδιάσπαστη ενότητα: Ο γιος ταυτίζεται με τον πατέρα και η κόρη με τη μητέρα. || Ο ηθοποιός ταυτίζεται με το πρόσωπο που ενσαρκώνει, ζει το ρόλο του. β. ομοιότητα αντιλήψεων, απόλυτη συμφωνία με κτ.: Συμφωνώ σε γενικές γραμμές, δεν ταυτίζομαι όμως με την ιδεολογία αυτού του κόμματος.

[λόγ. < ελνστ. ταυτίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες