Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταυροκαθάψια τα [tavrokaθápsia] Ο40 : στην αρχαία Ελλάδα, γιορτή κα τά την οποία, με διάφορα ακροβατικά γυμνάσματα, προσπαθούσαν να πιάσουν εξαγριωμένο ταύρο.
[λόγ. < ελνστ. ταυροκαθάψια]