Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τατού
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τατού το [tatú] Ο (άκλ.) : (προφ.) τατουάζ.

[λόγ. < αγγλ. tatoo (από γλ. της Πολυνησίας)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τατουάζ το [tatuáz] Ο (άκλ.) : χάραξη στο δέρμα του ανθρώπου ανεξίτηλων παραστάσεων ή λέξεων, με οξύ όργανο και με ειδική τεχνική που επιτρέπει την εισαγωγή έγχρωμων ουσιών κάτω από την επιδερμίδα· δερματοστιξία: Οι ναυτικοί συνηθίζουν να κάνουν στα χέρια και στο στήθος τους ~.

[λόγ. < γαλλ. tatouage < ρ. tatouer < αγγλ. tatoo (από γλ. της Πολυνησίας)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες