Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταρταρούγα η [tartarúγa] Ο26 : όστρακο χελώνας με το οποίο κατασκευάζουν διάφορα αντικείμενα, όπως π.χ. σκελετούς γυαλιών, χτένες κτλ.
[αντδ. < ιταλ. tartaruga `χελώνα΄ < υστλατ. tartarucus `δαίμονας του Τάρταρου΄ < ελνστ. Ταρταροῦχος (επειδή η χελώνα θεωρούνταν σύμβο λο του κακού πνεύματος)]