Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταριχευτής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταριχευτής ο [tarixeftís] Ο7 : αυτός που είναι ειδικός στην ταρίχευση1: Οι ταριχευτές στην αρχαία Aίγυπτο.

[λόγ. < αρχ. ταριχευτής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες