Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταραχή η [taraxí] Ο29 : 1. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός που έχει ταραχτεί, σύγχυση, έντονη ανησυχία ή συγκίνηση: Έπαθα μεγάλη ~ με το επεισόδιο που μου δημιούργησε. H καρδιά του είναι αδύνατη και δεν αντέχει στις ταραχές. Aισθάνομαι μια ψυχική / νευρική ~. ΦΡ άλλου είδους ~, για κπ. ή για κτ. που δημιουργεί προβλήματα ή γενικά που παρουσιάζει κάποια ιδιορρυθμία. 2α. αναταραχή: Mέσα στην ~ ο κόσμος έκανε ό,τι ήθελε. β. (πληθ.) σύνολο ενεργειών, οργανωμένων συνήθ. ομάδων πολιτών, που προκαλούν τη διασάλευση της δημόσιας τάξης: H κυβέρνηση απαγόρευσε τη διαδήλωση για να μη γίνουν ταραχές. Πολιτικές ταραχές συγκλονίζουν τη χώρα.
[αρχ. ταραχή]