Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταραμάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταραμάς ο [taramás] Ο1 : α. λεπτόκοκκο κόκκινο χαβιάρι, δεύτερης ποιότητας, που το χρησιμοποιούν κυρίως στην ταραμοσαλάτα. ΦΡ μασάει η κατσίκα* ταραμά; β. (προφ.) η ταραμοσαλάτα.

[τουρκ. tarama ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες