Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταρίφα η [tarífa] Ο25 : τιμολόγιο: Bάζω / κόβω ~, καθορίζω το ύψος της τιμής, της αμοιβής. (για ταξί): Mονή / διπλή ~, απλό / αυξημένο τιμολόγιο για διαδρομές μέσα στην πόλη / έξω από την πόλη. || (μειωτ.) για τη συνηθισμένη αμοιβή ανθρώπου που ασκεί ένα επάγγελμα που θεωρείται λειτούργημα: Οι γιατροί / οι καθηγητές / οι παπάδες έχουν μεγάλη ~.
[ιταλ. tariffa < αραβ. tarīf `δημοσίευση΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταρίφας ο [tarífas] Ο3 : (μειωτ.) ο ταξιτζής.
[ταρίφα -ς]