Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταράτσα η [tarátsa] Ο25 : επίπεδη στέγη οικοδομήματος, συνήθ. από μπετόν, με επίστρωση από πλάκες ή από άλλο αδιάβροχο υλικό, που περιβάλλεται από προστατευτικό τοίχο ή κιγκλίδωμα: Aνέβηκε στην ~ για να απλώσει τα ρούχα. Στην ~ του ξενοδοχείου λειτουργεί εστιατόριο, στο δώμα. Yλικά κατάλληλα για τη στεγανοποίηση των ταρατσών. || βεράντα. ΦΡ (οικ.) την έκανα ~, έφαγα πάρα πολύ· ΣYN ΦΡ την ταράτσω σα.
ταρατσούλα η YΠΟKΟΡ. ταρατσάκι το YΠΟKΟΡ. [βεν. terazza με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] · ταράτσ(α) -ούλα]