Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταπετσιέρης ο [tapetsxéris] & ταπετσέρης ο [tapetséris] Ο11 : τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή ταπετσαρίας επίπλων.
[ιταλ. tappezier(e) ή βεν. tapezier -ης (δες στο ταπετσαρία)· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσιοι > διακόσοι, σιαγόνι > σαγόνι)]