Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταπεινώνω [tapinóno] -ομαι Ρ1 : 1. με τη συμπεριφορά μου ή με τις ενέργειές μου μειώνω την αξιοπρέπεια ενός ατόμου· εξευτελίζω: Tα λόγια του με ταπείνωσαν. Mε ταπείνωσε με τη συμπεριφορά του. Ο δούλος ταπεινώνεται από τον αφέντη. Tαπεινώθηκε ο εχθρός, υπέστη εξευτελιστική ήττα. 2. (παθ.) αποβάλλω τον εγωισμό μου, δείχνω ταπείνωση: Ο χριστιανός πρέπει να ταπεινωθεί για να δείξει έμπρακτα τη μετάνοια.
[μσν. ταπεινώνω < αρχ. ταπειν(ῶ) -ώνω]