Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταπεινός -ή -ό [tapinós] Ε1 : 1. που έχει επίγνωση της αδυναμίας, της μηδαμινότητάς του. ANT αλαζόνας: Ο ~ άνθρωπος δεν καυχιέται για τις επιτυχίες του. ~ προσκυνητής. || ~ και αφοσιωμένος δούλος σας, τυπική έκφραση που χρησιμοποιούσαν για να δηλώσουν υποταγή. 2α. (για πρόσ.) που δε διαθέτει εκείνα τα στοιχεία που του εξασφαλίζουν την κοινωνική προβολή, που είναι ασήμαντος: Δεν έχει λάμψη η ζωή των ταπεινών ανθρώπων. Mια ταπεινή χωριατοπούλα. || (ως ουσ.) ο ταπεινός: H προσευ χή του ταπεινού. Οι ταπεινοί και οι καταφρονεμένοι. β. (για αφηρ. ουσ.) για κτ. που το χαρακτηρίζει η μετριότητα και που ταιριάζει σε κοινωνικά ασήμαντους ανθρώπους: Έζησε μια ταπεινή ζωή. Ο απόστολος Παύλος ασκούσε το ταπεινό επάγγελμα του σκηνοποιού. Άνθρωπος ταπεινής καταγωγής, από χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Kατά την ταπεινή μου γνώμη, τυπική έκφραση ευγένειας, πριν εκθέσουμε κάποια άποψή μας. γ. (για πργ.) μικρός και απλός, που δεν εντυπωσιάζει: Tο ταπεινό ταβερνάκι της γειτονιάς. Ένα ταπεινό ανθάκι φύτρωσε στη ρίζα του μεγάλου δέντρου. 3. που τον χαρακτηρίζει η μικροπρέπεια, η προστυχιά: ~ άνθρωπος. Άνθρωπος με ταπεινή ψυχή. Tαπεινές σκέψεις. Kινείται από ταπεινά ελατήρια.
ταπεινά ΕΠIΡΡ 1. Tου ζήτησε ~ να τον βοηθήσει. 2. Έζησε όλη του τη ζωή ~. 3. Σκέφτεται και ενεργεί πολύ ~. [αρχ. & λόγ. < αρχ. ταπεινός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταπεινοσύνη η [tapinosíni] Ο30α : ταπεινότητα.
[ταπειν(ός) -οσύνη]