Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταπεινωτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταπεινωτικός -ή -ό [tapinotikós] Ε1 : που ταπεινώνει, που εξευτελίζει: Οι όροι της ειρήνης ήταν ταπεινωτικοί για τους νικημένους. Tαπεινωτική δουλειά / διαγωγή / συμπεριφορά. || Είναι ταπεινωτικό να κολακεύεις τους δυνατούς. ταπεινωτικά ΕΠIΡΡ: Tου φέρθηκε ~.

[λόγ. < ελνστ. ταπεινωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες