Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταπέτο το [tapéto] Ο39 : (παρωχ.) χαλί: Όλο το σπίτι ήταν στρωμένο με ταπέτα.
ταπετάκι το YΠΟKΟΡ. [αντδ. < ιταλ. tappeto < λατ. tappetum < αρχ. ταπητ- (τάπης δες στο τάπητας)]