Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταξινομώ [taksinomó] -ούμαι Ρ10.9 : τακτοποιώ, κατατάσσω κτ. με βάση ένα χαρακτηριστικό γνώρισμά του, κάνω ταξινόμηση: ~ τα βιβλία μου ανάλογα με το περιεχόμενό τους. Tα γραμματόσημα είναι ταξινομημένα κατά χρονολογική σειρά. Στο ταχυδρομείο ταξινομούνται τα γράμματα κατά τομείς. Συλλέγω, ~ και επεξεργάζομαι το ιστορικό / γλωσσικό κτλ. υλικό.
[λόγ. ταξινόμ(ος) -ώ μτφρδ. γαλλ. classifier]