Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταξικός -ή -ό [taksikós] Ε1 : που έχει σχέση με τις κοινωνικές τάξεις: Tαξική κοινωνία. Tαξική δομή / διάρθρωση της κοινωνίας. ANT αταξική. Tαξικό συμφέρον. Tαξικές διακρίσεις. ~ αγώνας, η πάλη των τάξεων. Tαξική συνείδηση, η διαδικασία με την οποία τα μέλη μιας κοινωνικής τάξης αποκτούν επίγνωση του ρόλου που παίζουν στην παραγωγική διαδικασία και κατά συνέπεια επίγνωση των κοινών συμφερόντων και επιδιώξεών τους.
ταξικά ΕΠIΡΡ: Σκέφτεται ~. [λόγ. τάξ(ις)ΙΙ1α -ικός]