Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταξιδιωτικός -ή -ό [taksiδjotikós & taksiδiotikós] Ε1 : α. που έχει σχέση με τα ταξίδια: Tαξιδιωτικές εντυπώσεις / αναμνήσεις. Tαξιδιωτική οδηγία, επίσημη εγκύκλιος με πληροφορίες, συστάσεις κτλ. που αφορούν ταξίδια στο εξωτερικό. Tαξιδιωτική επιταγή*. || τουριστικός: ~ πράκτορας. Tαξιδιωτικό γραφείο. β. που είναι κατάλληλος για τα ταξίδια: ~ σάκος. Tαξιδιωτική τσάντα.
[λόγ. ταξιδιώτ(ης) -ικός]