Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταξιδιάρης -α -ικο [taksiδjáris] Ε9 : (λογοτ.) α. που αγαπάει τα ταξίδια ή που ταξιδεύει συχνά: Tαξιδιάρικα πουλιά, αποδημητικά. ~ άνεμος. β. (μτφ.) περαστικός, εφήμερος: Tαξιδιάρες αγάπες.
[ταξίδ(ι) -ιάρης]