Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταξιάρχης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταξιάρχης 1 ο [taksiárxis] Ο10 : παράσημο, ο τρίτος βαθμός του τάγματος του Σωτήρος.

[λόγ. < αρχ. ταξιάρχης = ταξίαρχος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταξιάρχης 2 ο : (εκκλ.) αρχηγός των αγγελικών ταγμάτων· αρχάγγελος: Οι ταξιάρχες Mιχαήλ και Γαβριήλ. Στις 8 Nοεμβρίου είναι των Tαξιαρχών.

[λόγ. < αρχ. ταξιάρχης = ταξίαρχος, ελνστ. σημ.: `διοικητής λεγεώνας΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες