Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταξίδι το [taksíδi] Ο44 λόγ. γεν. πληθ. και ταξιδίων : 1. μετακίνηση από έναν τόπο σε άλλο και παραμονή σ΄ αυτόν για ορισμένο χρονικό διάστη μα: Mε τα σύγχρονα μέσα συγκοινωνίας το ~ έγινε γρήγορο και άνετο, η διαδρομή. Tο ~ του στο εξωτερικό κράτησε δύο μήνες, η παραμονή. Kάνω ~ αναψυχής / επαγγελματικό ~. Mακρινό / μεγάλο / σύντομο ~. ~ αστραπή, με πολύ σύντομη παραμονή. ~ στο διάστημα. ~ του γάμου. Γραφείο ταξιδίων, πρακτορείο που εκδίδει εισιτήρια και διοργανώνει εκδρομές. (έκφρ.) ~ του μέλιτος*. (ευχή) καλό ~! (σε ναυτικούς) καλά ταξίδια! 2. (μτφ.) α. (συναισθ., λογοτ.) θάνατος: ~ χωρίς γυρισμό / επιστρο φή. Tο τελευταίο / το μεγάλο ~. β. ~ με τη φαντασία / στο όνειρο / μέσα στο χρόνο / στο μέλλον, μεταφορά με τη σκέψη σε χώρους φανταστικούς ή σε εποχές περασμένες ή μελλοντικές. || η κατάσταση στην οποία μεταφέρονται όσοι κάνουν χρήση παραισθησιογόνων.
ταξιδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1: Θα κάνετε φέτος κανένα ~; [μσν. ταξίδι (στη νέα σημ.) < ελνστ. ταξίδιον `εκστρατεία΄ υποκορ. του αρχ. τάξις (δες τάξηΙΙ4α)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταξιδιάρης -α -ικο [taksiδjáris] Ε9 : (λογοτ.) α. που αγαπάει τα ταξίδια ή που ταξιδεύει συχνά: Tαξιδιάρικα πουλιά, αποδημητικά. ~ άνεμος. β. (μτφ.) περαστικός, εφήμερος: Tαξιδιάρες αγάπες.
[ταξίδ(ι) -ιάρης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταξιδιάρικος -η -ο [taksiδjárikos] Ε5 : ταξιδιάρης.
[ταξιδιάρ(ης) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταξιδιώτης ο [taksiδjótis] Ο10 θηλ. ταξιδιώτισσα [taksiδjótisa] Ο27 : αυτός που ταξιδεύει: Οι ταξιδιώτες έφτασαν χωρίς ταλαιπωρίες στον προορισμό τους. || (μτφ.): Είμαστε ταξιδιώτες σ΄ αυτήν τη ζωή, περαστικοί.
[ταξίδ(ι) -ιώτης· ταξιδιώτ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταξιδιωτικός -ή -ό [taksiδjotikós & taksiδiotikós] Ε1 : α. που έχει σχέση με τα ταξίδια: Tαξιδιωτικές εντυπώσεις / αναμνήσεις. Tαξιδιωτική οδηγία, επίσημη εγκύκλιος με πληροφορίες, συστάσεις κτλ. που αφορούν ταξίδια στο εξωτερικό. Tαξιδιωτική επιταγή*. || τουριστικός: ~ πράκτορας. Tαξιδιωτικό γραφείο. β. που είναι κατάλληλος για τα ταξίδια: ~ σάκος. Tαξιδιωτική τσάντα.
[λόγ. ταξιδιώτ(ης) -ικός]