Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταξίαρχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταξίαρχος ο [taksíarxos] Ο20α : α. (στρατ.) βαθμός ανώτατου αξιωματικού του στρατού ξηράς, ανώτερος από το συνταγματάρχη και κατώτερος από τον υποστράτηγο: ~ πεζικού / τεθωρακισμένων / υγειονομικού. β. βαθμός ανώτατου αξιωματικού της αεροπορίας, ανώτερος από το σμήναρχο και κατώτερος από τον υποπτέραρχο. γ. βαθμός ανώτατου αξιωματικού της αστυνομίας (και παλαιότερα της χωροφυλακής), ανώτερος από τον αστυνομικό διευθυντή και κατώτερος από τον υποστράτηγο.

[λόγ. < αρχ. ταξίαρχος `διοικητής στρατ. σώματος΄, ελνστ. σημ.: `διοικητής λεγεώνας΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες