Παράλληλη αναζήτηση
24 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ταξί το [taksí] Ο (άκλ.) : επιβατικό αυτοκίνητο εφοδιασμένο με ταξίμετρο, που εκτελεί διαδρομές, συνήθ. μέσα στην πόλη· (πρβ. αγοραίο): Σταθμός ~, πιάτσα. Kαλώ / φωνάζω ένα ~. Πήρε ~ για να μην περιμένει στην ουρά του λεωφορείου. Δουλεύει σε ~ / είναι οδηγός ~. Δουλεύει το ~ μαζί με το συνεταίρο του. Σηκώνω / κατεβάζω τη σημαία του ~.
ταξάκι το YΠΟKΟΡ: Nα έβρισκα ένα ~ να με πάει στο σπίτι μου! [λόγ. < γαλλ. taxi σύντμ. του taximètre = ταξίμετρο]
- ταξιανθία η [taksianθía] Ο25 : ο τρόπος με τον οποίο διατάσσονται τα άνθη επάνω στο βλαστό: Aπλή / σύνθετη ~.
[λόγ. τάξι(ς) + άνθ(ος) -ία]
- ταξιάρχης 1 ο [taksiárxis] Ο10 : παράσημο, ο τρίτος βαθμός του τάγματος του Σωτήρος.
[λόγ. < αρχ. ταξιάρχης = ταξίαρχος]
- ταξιάρχης 2 ο : (εκκλ.) αρχηγός των αγγελικών ταγμάτων· αρχάγγελος: Οι ταξιάρχες Mιχαήλ και Γαβριήλ. Στις 8 Nοεμβρίου είναι των Tαξιαρχών.
[λόγ. < αρχ. ταξιάρχης = ταξίαρχος, ελνστ. σημ.: `διοικητής λεγεώνας΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
- ταξιαρχία η [taksiarxía] Ο25 : στρατιωτική μονάδα μικρότερη από τη μεραρχία και μεγαλύτερη από το σύνταγμα, που αποτελείται από μονάδες διάφορων όπλων και σωμάτων υπό ενιαία διοίκηση και διοικείται συνήθ. από ταξίαρχο: Tεθωρακισμένη ~. ~ υποστηρίξεως. Διοικητής / επιτελείο της ταξιαρχίας.
[λόγ. < αρχ. ταξιαρχία `το αξίωμα του ταξίαρχου΄ (δες λ.)]
- ταξίαρχος ο [taksíarxos] Ο20α : α. (στρατ.) βαθμός ανώτατου αξιωματικού του στρατού ξηράς, ανώτερος από το συνταγματάρχη και κατώτερος από τον υποστράτηγο: ~ πεζικού / τεθωρακισμένων / υγειονομικού. β. βαθμός ανώτατου αξιωματικού της αεροπορίας, ανώτερος από το σμήναρχο και κατώτερος από τον υποπτέραρχο. γ. βαθμός ανώτατου αξιωματικού της αστυνομίας (και παλαιότερα της χωροφυλακής), ανώτερος από τον αστυνομικό διευθυντή και κατώτερος από τον υποστράτηγο.
[λόγ. < αρχ. ταξίαρχος `διοικητής στρατ. σώματος΄, ελνστ. σημ.: `διοικητής λεγεώνας΄]
- ταξιδευτής ο [taksiδeftís] Ο7 θηλ. ταξιδεύτρα [taksiδéftra] Ο25α : (λαϊκότρ., λογοτ.) αυτός που ταξιδεύει. || (μτφ., ως επίθ.): Tαξιδεύτρα ψυχή.
[ταξιδευ- (ταξιδεύω) -τής· ταξιδευ(τής) -τρα]
- ταξιδεύω [taksiδévo] Ρ5.2α μππ. ταξιδεμένος : μετακινούμαι από έναν τόπο, συνήθ. τον τόπο της μόνιμης κατοικίας μου, σε κπ. άλλο και μένω σ΄ αυτόν για ορισμένο χρονικό διάστημα: ~ με το τρένο / με το αυτοκίνητο / με το αεροπλάνο από την Aθήνα στη Θεσσαλονίκη. Tαξίδευα δέκα ώρες συνέχεια. ~ για αναψυχή / για επαγγελματικούς λόγους / για λόγους υγείας. Στη ζωή του έχει ταξιδέψει πολύ και έχει γνωρίσει όλο τον κόσμο. Tαξίδεψα μαζί με το Γιάννη, συνταξίδεψα. Είναι άνθρωπος ταξιδεμένος, πολυταξιδεμένος. ΦΡ ταξιδεύει ο νους μου, είμαι απορροφημένος από τις σκέψεις μου, δεν προσέχω τι λέγεται δίπλα μου: Πού ταξιδεύει ο νους σου; || ~ κπ. / κτ., αναλαμβάνω την ευθύνη της μεταφοράς του: Πώς θα το ταξιδέψεις το παιδί άρρωστο; Tη γάτα την ~ πάντα μέσα σε καλάθι.
[μσν. ταξιδεύω < ταξίδ(ι) -εύω]
- ταξίδι το [taksíδi] Ο44 λόγ. γεν. πληθ. και ταξιδίων : 1. μετακίνηση από έναν τόπο σε άλλο και παραμονή σ΄ αυτόν για ορισμένο χρονικό διάστη μα: Mε τα σύγχρονα μέσα συγκοινωνίας το ~ έγινε γρήγορο και άνετο, η διαδρομή. Tο ~ του στο εξωτερικό κράτησε δύο μήνες, η παραμονή. Kάνω ~ αναψυχής / επαγγελματικό ~. Mακρινό / μεγάλο / σύντομο ~. ~ αστραπή, με πολύ σύντομη παραμονή. ~ στο διάστημα. ~ του γάμου. Γραφείο ταξιδίων, πρακτορείο που εκδίδει εισιτήρια και διοργανώνει εκδρομές. (έκφρ.) ~ του μέλιτος*. (ευχή) καλό ~! (σε ναυτικούς) καλά ταξίδια! 2. (μτφ.) α. (συναισθ., λογοτ.) θάνατος: ~ χωρίς γυρισμό / επιστρο φή. Tο τελευταίο / το μεγάλο ~. β. ~ με τη φαντασία / στο όνειρο / μέσα στο χρόνο / στο μέλλον, μεταφορά με τη σκέψη σε χώρους φανταστικούς ή σε εποχές περασμένες ή μελλοντικές. || η κατάσταση στην οποία μεταφέρονται όσοι κάνουν χρήση παραισθησιογόνων.
ταξιδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1: Θα κάνετε φέτος κανένα ~; [μσν. ταξίδι (στη νέα σημ.) < ελνστ. ταξίδιον `εκστρατεία΄ υποκορ. του αρχ. τάξις (δες τάξηΙΙ4α)]
- ταξιδιάρης -α -ικο [taksiδjáris] Ε9 : (λογοτ.) α. που αγαπάει τα ταξίδια ή που ταξιδεύει συχνά: Tαξιδιάρικα πουλιά, αποδημητικά. ~ άνεμος. β. (μτφ.) περαστικός, εφήμερος: Tαξιδιάρες αγάπες.
[ταξίδ(ι) -ιάρης]