Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τανάλια η [tanála] Ο25 : 1. μεταλλικό εργαλείο το οποίο αποτελείται από δύο κινητά σκέλη, που είναι τοποθετημένα σταυρωτά το ένα επάνω στο άλλο και που καταλήγουν σε κυρτά δόντια· τη χρησιμοποιούν για να τραβούν και να βγάζουν τα καρφιά. || οδοντιατρικό εργαλείο για την εξαγωγή δοντιών· οδοντάγρα. 2. (μτφ.) ισχυρή πολύπλευρη πίεση που ασκείται από πρόσωπα ή καταστάσεις: Παγιδεύτηκε στην ~ του πιο άσπονδου εχθρού του. Δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από την ~ του πολέμου.
[ιταλ. tanaglia < γαλλ. tenaille]