Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταμπούρι το [tabúri] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) φυσικό ή τεχνητό οχύρωμα: Kλέφτικα / απάτητα ταμπούρια. Πολεμούσαν κρυμμένοι στο ~ τους. 2. (μτφ.) πολιτικός ή κοινωνικός θεσμός πίσω από τον οποίο μπορεί κανείς να καλυφτεί και να δικαιολογήσει τη στάση του ή τις ενέργειές του· οχυρό: Tα ταμπούρια του κατεστημένου πρέπει να πέσουν.
[μσν. ταμπούρι < παλ. τουρκ. tabur `στρατόπεδο οχυρωμένο με αμάξια΄ -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταμπουρίνο το [tamburíno] Ο39 : είδος τυμπάνου που παίζεται με μία μπαγκέτα.
[ιταλ. tamburino < αραβ. tanbūr (`ταμπουράς΄ με αλλ. της σημ.)]