Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταμπονάρω [tabonáro & tambonáro] Ρ6α : με τη βοήθεια ταμπόν ή γάζας και με διαδοχικές κατακόρυφες κινήσεις προσπαθώ να σταματήσω την αιμορραγία από μια πληγή ή να την καθαρίσω: Mην τρίβεις την πλη γή· ταμπονάρισέ την.
[ταμπόν -άρω]