Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταμπλέτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταμπλέτα η [tabléta] Ο25 : α. στερεοποιημένη φαρμακευτική ουσία σε μορφή μεγάλου δισκίου: Tαμπλέτες για το λαιμό που τις λιώνουν στο στόμα. β. για δισκίο με παρόμοια μορφή και άλλες χρήσεις: Εντομοαπωθητικές ταμπλέτες, που προσαρμόζονται σε ειδική ηλεκτρική συσκευή και αναδίδουν ειδική οσμή που διώχνει τα έντομα.

[γαλλ. tablett(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες