Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταμπλέτα η [tabléta] Ο25 : α. στερεοποιημένη φαρμακευτική ουσία σε μορφή μεγάλου δισκίου: Tαμπλέτες για το λαιμό που τις λιώνουν στο στόμα. β. για δισκίο με παρόμοια μορφή και άλλες χρήσεις: Εντομοαπωθητικές ταμπλέτες, που προσαρμόζονται σε ειδική ηλεκτρική συσκευή και αναδίδουν ειδική οσμή που διώχνει τα έντομα.
[γαλλ. tablett(e) -α]