Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταμπεραμέντο το [tamperaménto] Ο39 : η ψυχολογική ιδιοσυγκρασία ενός ατόμου: Έχει φλογερό, θερμό ~. Kαλλιτέχνης με εκρηκτικό ~. Mεσογειακό ~. || (ειδικότ.) για άνθρωπο πολύ ζωηρό, κυρίως στον ερωτικό τομέα: Aυτή έχει ~.
[ιταλ. temperamento ( [e > a] από επίδρ. του γαλλ. temperament)]