Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταμπακιέρα η [tabakéra] Ο25α : 1α. τσιγαροθήκη της τσέπης, συνήθ. από μέταλλο ή δέρμα: Tου χάρισε μια ~ με το μονόγραμμά του. β. μικρή θήκη από μέταλλο ή σακουλάκι από δέρμα ή άλλο υλικό για τον ταμπάκο: Δώ σε μου την ~ σου να πάρω μια πρέζα. 2. (μτφ.) το επίμαχο θέμα, η ουσία μιας υπόθεσης: Για όλα μίλησαν εκτός από την ~.
[ιταλ. tabacchiera < παλ. γαλλ. tabaquière]