Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταμπέλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταμπέλα η [tabéla] Ο25 : 1. επιφάνεια από ξύλο, χαρτόνι ή άλλο υλικό με επιγραφή ή μήνυμα, που έχει σκοπό να ενημερώνει ή να προειδοποιεί το κοινό· πινακίδα: Στην είσοδο του νοσοκομείου υπάρχει ~ με τις ώρες που επιτρέπονται οι επισκέψεις. Στο χώρο της ανεγειρόμενης οικοδομής υπάρχει ~ με το όνομα του μηχανικού. Tαμπέλες με σήματα της τροχαίας. Tαμπέλες με τις χιλιομετρικές αποστάσεις. 2. (μτφ.) για χαρακτηρισμό που δίνεται σε κπ. ή σε κτ. και ο οποίος το(ν) συνοδεύει μόνιμα ή από τον οποίο είναι δύσκολο να απαλλαγεί, συνήθ. στην έκφραση έχω / βάζω την ~ του…: Tου βάζουν την ~ του προοδευτικού / του συντηρητικού, ετικέτα. ταμπελίτσα η YΠΟKΟΡ: Στην πόρτα κάθε διαμερίσματος υπάρχει μια ~ με το όνομα του ενοίκου.

[ιταλ. tabella· ταμπέλ(α) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες