Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταμιευτήριο το [tamieftírio] Ο40 : ιδιαίτερο τμήμα τραπεζικού ή άλλου δημόσιου πιστωτικού οργανισμού, όπου γίνονται καταθέσεις χρημάτων με σκοπό να επενδύονται σε δημόσια έργα και να αποδίδουν τόκο στους καταθέτες: Έχει βιβλιάριο στο ~. Πήγε να πάρει τους τόκους από το ~. Kαταθέσεις ταμιευτηρίου.
[λόγ. < ελνστ. ταμιευτήριον `ταμείο΄ σημδ. γαλλ. caisse d΄épargne]