Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταλαντωτής ο [talandotís] Ο7 : (τεχν.) συσκευή που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικών ταλαντώσεων.
[λόγ. ταλαντω- (δες ταλαντώ νω) -τής μτφρδ. γαλλ. oscillateur]