Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταλαντωτής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταλαντωτής ο [talandotís] Ο7 : (τεχν.) συσκευή που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικών ταλαντώσεων.

[λόγ. ταλαντω- (δες ταλαντώ νω) -τής μτφρδ. γαλλ. oscillateur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες