Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταλαντεύομαι [talandévome] Ρ5.1β : 1α. για κτ. που κινείται από ένα σταθερό σημείο και με σταθερό ρυθμό προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις: Tο εκκρεμές ταλαντεύεται. β. (για πρόσ.) κινούμαι με μάλλον αργές και ρυθμικές κινήσεις, πότε προς τη μια κατεύθυνση πότε προς την άλλη: Έχασε την ισορροπία του, ταλαντεύτηκε λίγο και μετά έπεσε κάτω. 2. (μτφ.) διστάζω να καταλήξω σε μια γνώμη, σε μια απόφαση, έχοντας να διαλέξω ανάμεσα σε δύο ή σε περισσότερες λύσεις: ~ ανάμεσα στις δύο δουλειές που μου πρότειναν, αμφιταλαντεύομαι.
[λόγ. < αρχ. ταλαντεύομαι]