Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταλαιπωρώ [taleporó] -ούμαι Ρ10.9 : κουράζω κπ. σωματικά ή ψυχικά, τον κάνω να υποφέρει ή να δυσανασχετεί για δυσάρεστες καταστάσεις που διαρκούν ή επαναλαμβάνονται: H αρρώστια τον ταλαιπώρησε σωματικά και ψυχικά. H βαρυχειμωνιά ταλαιπώρησε πολύν κόσμο. Γύρισε από το ταξίδι πολύ ταλαιπωρημένος. Πολύ με ταλαιπωρεί αυτό το παιδί. Mας ταλαιπώρησε, ώσπου να μας παραδώσει το σπίτι.
[λόγ. < αρχ. ταλαιπωρῶ]