Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταλαιπώρια η [talepórja] Ο25α : (προφ.) ταλαιπωρία.
[ταλαιπωρ(ία) -ια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταλαιπωρία η [taleporía] Ο25 : σωματική ή ψυχική κούραση που προκαλούν οι συνεχείς δυσκολίες: H καθημερινή ~ των επιβατών στα κατάμεστα λεωφορεία. Είναι μεγάλη ~ να ξυπνάς από τα χαράματα. Πέρασε μια ζωή γεμάτη ταλαιπωρίες και βάσανα.
[λόγ. < αρχ. ταλαιπωρία]