Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταλαίπωρος -η -ο [taléporos] Ε5 : που η ζωή του είναι γεμάτη ταλαιπωρίες και βάσανα, τα οποία τα προδίδει και η εμφάνισή του: Ένας ~ γέροντας πουλούσε λαχεία στη γωνία του δρόμου. || (ως ουσ.) ο ταλαίπωρος: Πολλές αναποδιές τυχαίνουν σ΄ αυτόν τον ταλαίπωρο.
[λόγ. < αρχ. ταλαίπωρος]