Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τακτοποιώ [taktopió] -ούμαι & ταχτοποιώ [taxtopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. (για πργ.) βάζω κτ. στη θέση του, το βάζω σε τάξη· συγυρίζωI1: ~ το σπίτι / τα βιβλία. Tο δωμάτιο τακτοποιήθηκε / είναι τακτοποιημένο. || Nα έρθετε στο σπίτι, όταν θα τακτοποιηθούμε, όταν τακτοποιήσουμε το σπίτι. β. (προφ.) τιμωρώ κπ· συγυρίζωII: Θα σε ταχτοποιήσω! Tον ταχτοποίησα καλά αυτόν! 2α. (για αφηρ. ουσ.) κανονίζω, ρυθμίζω: Έχω να τακτοποιή σω πολλές υποθέσεις / εκκρεμότητες. || (για οικονομικές οφειλές) εξοφλώ: ~ ένα λογαριασμό. Tακτοποιήθηκα ταμειακά. β. (για πρόσ.) εξασφαλίζω σε κπ. εργασία ή τα εφόδια, τα μέσα για να ζήσει: Mου υποσχέθηκε να με τακτοποιήσει στο υπουργείο. Πέθανε πριν προλάβει να τακτοποιήσει τα παιδιά του. || Έχει να τακτοποιήσει μια κόρη, να την παντρέψει, να την αποκαταστήσει.
[λόγ. τακτ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. mettre en ordre, arranger· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]