Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τακτοποίηση η [taktopíisi] & ταχτοποίηση η [taxtopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τακτοποιώ. 1. H ~ του σπιτιού. 2α. H ~ των υποθέσεων, ρύθμιση. ~ του λογαριασμού, εξόφληση. β. Επαγγελματική ~, αποκατάσταση.
[λόγ. τακτοποιη- (τακτοποιώ) -σις > -ση· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]