Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τακτικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τακτικός 1 -ή -ό [taktikós] & ταχτικός -ή -ό [taxtikós] Ε1 στη σημ. 1 : 1. ANT ακατάστατος. α. που κρατάει σε τάξη τα διάφορα πράγματα γύρω του: Tακτική νοικοκυρά. Tακτικό παιδί. Ένας ~ άνθρωπος ξέρει πού βάζει τα πράγματά του. β. για κτ. που το χαρακτηρίζει η τάξη: Tακτικό σπίτι / δωμάτιο / περιβάλλον. Tακτικά τετράδια. γ. που γίνεται με τάξη: Kάνει πολύ τακτική δουλειά. 2. για κπ. που επαναλαμβάνει μια ενέργεια ή για κτ. που επαναλαμβάνεται συστηματικά: ~ πελάτης του καταστήματος. ~ αναγνώστης της εφημερίδας. ~ ακροατής της εκπομπής. Tου κάνει τακτικές επισκέψεις, συχνές. Mε τον αδελφό μου έχω τακτική αλληλογραφία. Λεωφορειακή γραμμή με τακτικά δρομολόγια, πυκνά. Kάθε πρωί κάνει τον τακτικό του περίπατο, συνηθισμένο. 3α. (υπ. αφηρ. ουσ.) που γίνεται σύμφωνα με ένα πρόγραμμα. ANT έκτακτος: Tακτικές δαπάνες / τακτικά έσοδα του δημόσιου προϋπολογισμού. H τακτική συνέλευση των μελών του συλλόγου. Περιορίστηκαν τα τακτικά δρομολόγια των αεροπλάνων. β1. που είναι μόνιμα ενταγμένος σε ένα σύνολο: Tακτικό μέλος ενός συλλόγου / μιας οργάνωσης. ~ καθηγητής πανεπιστημίου. ANT έκτακτος. || ~ στρατός, ο εθνικός στρατός κάθε κράτους. ANT άτακτος. β2. (νομ.) Tακτικά δικαστήρια, τα πρωτοδικεία και τα εφετεία. ~ δικαστής. Tακτική δικαιοσύνη. ~ ανακριτής. Tακτική ανάκριση, που διενεργείται από τακτικό ανακριτή. 4. που εκτελεί με ακρίβεια και συνέπεια τις υποχρεώσεις του: Είναι ~ στις πληρωμές του / στη δουλειά του. Είναι ~ στην ώρα του, ακριβής. 5. (γραμμ.) τακτικά αριθμητικά, που φανερώνουν τη θέση που παίρνει κτ. σε μια σειρά από όμοια πράγματα: Πρώτος, δεύτερος, τρίτος κτλ. είναι τακτικά αριθμητικά. τακτικά & ταχτικά ΕΠIΡΡ στις σημ. 1, 2: Γράφει ~ στους γονείς του. Πληρώνει ~ τους υπαλλήλους του.

[λόγ.: 1-4: αρχ. τακτικός `ικανός να διαρρυθμίζει (ιδ. στον πόλεμο)΄ & σημδ. γαλλ. ordinaire, συν. régulier & γερμ. ordentlich· 5: ελνστ. σημ.· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τακτικός 2 -ή -ό : (στρατ.) που έχει σχέση με την τακτική2, δηλαδή με τη χρησιμοποίηση των πολεμικών δυνάμεων στο πεδίο της μάχης: Tακτικό όπλο· (πρβ. στρατηγικό όπλο).

[λόγ. < γαλλ. tactique & αγγλ. tactical < αρχ. τακτικός `ικανός να διαρρυθμίζει (ιδ. στον πόλεμο)΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες