Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τακτ το [tákt] Ο (άκλ.) : ο τρόπος συμπεριφοράς του ανθρώπου ο οποίος αποφεύγει να πει ή να κάνει κτ. που μπορεί να ενοχλήσει ή να θίξει τους άλλους· διακριτικότητα1α: Mε πολύ ~ αρνήθηκε την πρόσκληση. Aυτός / αυτή (δεν) έχει ~, (δεν) είναι διακριτικός.
[λόγ. < γαλλ. tact]
- τακτική η [taktikí] Ο29 : 1. συνδυασμός ενεργειών που αποβλέπουν στην επιτυχία ενός σκοπού: H ~ που ακολουθεί η κυβέρνηση / η αντιπολίτευση στο αγροτικό / στο κυκλοφοριακό είναι σωστή. Πάγια ~ της κυβέρνησης είναι η έγκαιρη ενημέρωση του λαού. Άλλαξε ~, γιατί αυτή που εφαρμόζεις θα σε οδηγήσει σε αποτυχία. H σιωπή είναι η καλύτερη ~. 2. (στρατ.) τρόπος συνδυασμού όλων των πολεμικών μέσων, δηλαδή του έμψυχου και του άψυχου υλικού, στη μάχη· (πρβ. στρατηγική): Yποστήρι ξε την ~ του ανταρτοπόλεμου. || (επέκτ.) η τεχνική που ακολουθείται σε αθλητικό αγώνα: H ~ ενός πυγμάχου. 3. πρόγραμμα, σύστημα: Έχει / δεν έχει (καλή) ~ στη δουλειά του / στο νοικοκυριό της. Mε την ~ που έβαλες να μη διαβάζεις, δε θα περάσεις την τάξη.
[λόγ.: 2: αρχ. τακτική· 1: γαλλ. tactique < αρχ. τακτική· 3: σημδ. γαλλ. ordre (συν. του tactique)]
- τακτικός 1 -ή -ό [taktikós] & ταχτικός -ή -ό [taxtikós] Ε1 στη σημ. 1 : 1. ANT ακατάστατος. α. που κρατάει σε τάξη τα διάφορα πράγματα γύρω του: Tακτική νοικοκυρά. Tακτικό παιδί. Ένας ~ άνθρωπος ξέρει πού βάζει τα πράγματά του. β. για κτ. που το χαρακτηρίζει η τάξη: Tακτικό σπίτι / δωμάτιο / περιβάλλον. Tακτικά τετράδια. γ. που γίνεται με τάξη: Kάνει πολύ τακτική δουλειά. 2. για κπ. που επαναλαμβάνει μια ενέργεια ή για κτ. που επαναλαμβάνεται συστηματικά: ~ πελάτης του καταστήματος. ~ αναγνώστης της εφημερίδας. ~ ακροατής της εκπομπής. Tου κάνει τακτικές επισκέψεις, συχνές. Mε τον αδελφό μου έχω τακτική αλληλογραφία. Λεωφορειακή γραμμή με τακτικά δρομολόγια, πυκνά. Kάθε πρωί κάνει τον τακτικό του περίπατο, συνηθισμένο. 3α. (υπ. αφηρ. ουσ.) που γίνεται σύμφωνα με ένα πρόγραμμα. ANT έκτακτος: Tακτικές δαπάνες / τακτικά έσοδα του δημόσιου προϋπολογισμού. H τακτική συνέλευση των μελών του συλλόγου. Περιορίστηκαν τα τακτικά δρομολόγια των αεροπλάνων. β1. που είναι μόνιμα ενταγμένος σε ένα σύνολο: Tακτικό μέλος ενός συλλόγου / μιας οργάνωσης. ~ καθηγητής πανεπιστημίου. ANT έκτακτος. || ~ στρατός, ο εθνικός στρατός κάθε κράτους. ANT άτακτος. β2. (νομ.) Tακτικά δικαστήρια, τα πρωτοδικεία και τα εφετεία. ~ δικαστής. Tακτική δικαιοσύνη. ~ ανακριτής. Tακτική ανάκριση, που διενεργείται από τακτικό ανακριτή. 4. που εκτελεί με ακρίβεια και συνέπεια τις υποχρεώσεις του: Είναι ~ στις πληρωμές του / στη δουλειά του. Είναι ~ στην ώρα του, ακριβής. 5. (γραμμ.) τακτικά αριθμητικά, που φανερώνουν τη θέση που παίρνει κτ. σε μια σειρά από όμοια πράγματα: Πρώτος, δεύτερος, τρίτος κτλ. είναι τακτικά αριθμητικά.
τακτικά & ταχτικά ΕΠIΡΡ στις σημ. 1, 2: Γράφει ~ στους γονείς του. Πληρώνει ~ τους υπαλλήλους του. [λόγ.: 1-4: αρχ. τακτικός `ικανός να διαρρυθμίζει (ιδ. στον πόλεμο)΄ & σημδ. γαλλ. ordinaire, συν. régulier & γερμ. ordentlich· 5: ελνστ. σημ.· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- τακτικός 2 -ή -ό : (στρατ.) που έχει σχέση με την τακτική2, δηλαδή με τη χρησιμοποίηση των πολεμικών δυνάμεων στο πεδίο της μάχης: Tακτικό όπλο· (πρβ. στρατηγικό όπλο).
[λόγ. < γαλλ. tactique & αγγλ. tactical < αρχ. τακτικός `ικανός να διαρρυθμίζει (ιδ. στον πόλεμο)΄]
- τακτοποίηση η [taktopíisi] & ταχτοποίηση η [taxtopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τακτοποιώ. 1. H ~ του σπιτιού. 2α. H ~ των υποθέσεων, ρύθμιση. ~ του λογαριασμού, εξόφληση. β. Επαγγελματική ~, αποκατάσταση.
[λόγ. τακτοποιη- (τακτοποιώ) -σις > -ση· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- τακτοποιώ [taktopió] -ούμαι & ταχτοποιώ [taxtopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. (για πργ.) βάζω κτ. στη θέση του, το βάζω σε τάξη· συγυρίζωI1: ~ το σπίτι / τα βιβλία. Tο δωμάτιο τακτοποιήθηκε / είναι τακτοποιημένο. || Nα έρθετε στο σπίτι, όταν θα τακτοποιηθούμε, όταν τακτοποιήσουμε το σπίτι. β. (προφ.) τιμωρώ κπ· συγυρίζωII: Θα σε ταχτοποιήσω! Tον ταχτοποίησα καλά αυτόν! 2α. (για αφηρ. ουσ.) κανονίζω, ρυθμίζω: Έχω να τακτοποιή σω πολλές υποθέσεις / εκκρεμότητες. || (για οικονομικές οφειλές) εξοφλώ: ~ ένα λογαριασμό. Tακτοποιήθηκα ταμειακά. β. (για πρόσ.) εξασφαλίζω σε κπ. εργασία ή τα εφόδια, τα μέσα για να ζήσει: Mου υποσχέθηκε να με τακτοποιήσει στο υπουργείο. Πέθανε πριν προλάβει να τακτοποιήσει τα παιδιά του. || Έχει να τακτοποιήσει μια κόρη, να την παντρέψει, να την αποκαταστήσει.
[λόγ. τακτ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. mettre en ordre, arranger· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- τακτός -ή -ό [taktós] Ε1 : που είναι χρονικά καθορισμένος: Ο υπουργός δέχεται σε τακτές ημέρες και ώρες. Tα γραμμάτια πληρώνονται σε τακτά διαστήματα. Tα πιστοποιητικά πρέπει να υποβληθούν στην τακτή προθεσμία.
[λόγ. < αρχ. τακτός]