Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τακούνι το [takúni] Ο44 : 1α. κομμμάτι από δέρμα, λάστιχο ή ξύλο που τοποθετείται στο πίσω μέρος της σόλας του παπουτσιού και το ανυψώνει στο σημείο όπου ακουμπάει η φτέρνα: Ψηλό / χαμηλό ~. ~ λεπτό / χοντρό. β. ειδική επένδυση, από δέρμα ή από λάστιχο, της επιφάνειας του τακουνιού που ακουμπάει στο έδαφος: Έδωσα τα παπούτσια στον τσαγκάρη για να τους αλλάξει σόλες και τακούνια. 2. (τεχν., πληθ.) τα δύο στεφάνια που συγκρατούν το λάστιχο του τροχού στη ζάντα.
τακουνά κι το YΠΟKΟΡ Iα. χαμηλό τακούνι γυναικείου παπουτσιού. β. (ειρ.) τακούνι πολύ ψηλό και λεπτό: Ήρθε κουνιστή και λυγιστή χτυπώντας τα τακουνάκια της. II. (ποδ.) το χτύπημα της μπάλας με το πίσω μέρος του παπουτσιού. τακουνάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1. [ιταλ. taccon(e) -ι ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [n] )]