Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταιριαστός -ή -ό [terjastós] Ε1 : που ταιριάζει ο ένας με τον άλλο ή που ταιριάζει σε κπ. ή σε κτ.· ταιριασμένος. ANT αταίριαστος: Tαιριαστή συντροφιά. Tαιριαστό ζευγάρι / αντρόγυνο. Έκανε έναν ταιριαστό γάμο.
ταιριαστά ΕΠIΡΡ. [ταιριασ- (ταιριάζω) -τός]