Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταιριάζω [terjázo] Ρ2.3α μππ. ταιριασμένος : 1α. κάνω ταίρι δύο όμοια πράγματα και τα χρησιμοποιώ μαζί: ~ τις κάλτσες / τα παπούτσια, ζευγαρώνω1: Tο δεξί γάντι δεν ταιριάζει με το αριστερό. β. χρησιμοποιώ μαζί δύο ανόμοια πράγματα, που όμως δημιουργούν ένα αρμονικό σύνολο: Θα αγοράσω ένα σακάκι για να το ταιριάσω με το παντελόνι μου, να το συνδυάσω. || για δύο ανόμοια πράγματα που δημιουργούν ένα αρμονικό σύνολο: Tο κίτρινο μπλουζάκι ταιριάζει πολύ με την μπλε φούστα, πάει. Δε μου ταιριάζει το κόκκινο, δε μου πάει. || ~ τη μουσική με τους στίχους, βάζω την κατάλληλη μουσική. γ. για κτ. που έχει τις κατάλληλες διαστάσεις, ώστε να προσαρμόζεται σε κτ. άλλο: Δε βρίσκω καπάκι που να ταιριάζει στο δοχείο. Tα παπούτσια δε μου ταιριάζουν, μου είναι μικρά / μεγάλα, δε μου κάνουν. 2α. για πρόσωπα που οι χαρακτήρες τους μοιάζουν ή που έχουν τις ίδιες αντιλήψεις ή συνήθειες: Ο Kώστας και η Ελένη ταιριάζουν σε όλα. Xώρισαν γιατί δεν ταίριαζαν, δε συμφωνούσαν. Zευγάρι / αντρόγυνο πολύ ταιριασμένο. ANT αταίριαστο. || Δεν του ταιριάζει η νύφη. Δεν της ταίριαζε τέτοιος γάμος. ΦΡ αν δεν ταιριάζαμε, δε θα συμπεθεριάζαμε, αν δε συμφωνούσαμε, δε θα κάναμε παρέα ή δε θα συνεργαζόμασταν. (δεν) ταιριάζουν τα χνότα / τα χούγια τους, (δεν) έχουν τις ίδιες αντιλήψεις, οι συνήθειές τους (δε) συμφωνούν μεταξύ τους. τα ταιριάξαμε, ήρθαμε σε συμφωνία. β. για απόψεις, ιδέες, γεγονότα που βρίσκονται σε λογική συνάρτηση, που συμφωνούν μεταξύ τους: Aυτά που λέει σήμερα δεν ταιριάζουν μ΄ αυτά που έλεγε χτες. H υπόθεση αυτή ταιριάζει απόλυτα με τα δεδομένα που έχουμε. 3. αρμόζει. α. (στο γ' πρόσ.): Δεν ταιριάζει τέτοια συμπεριφορά σε άντρα. Δε σου ταιριάζουν τέτοια καμώματα. β. (απρόσ.): Δεν ταιριάζει να μιλάς έτσι στους γονείς σου, δεν πρέπει. Πέθανε όπως ταιριάζει σε ήρωες. 4. (απρόσ. ή στο γ' πρόσ.) εξυπηρετεί, βολεύει: Δε μου ταιριάζει να έρθω σπίτι σου το βράδυ. Σου ταιριάζει αυτή η ώρα; (έκφρ.) τα ~, τα βολεύω, τα κανονίζω.
[μσν. ταιριάζω < ταίρ(ι) -ιάζω ή < εταιριάζω `δίνω σύντροφο΄ < εταίρ(ος) -ιάζω (δες στο ταίρι) και αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το ταίρι]