Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταγματάρχης ο [taγmatárxis] Ο10 θηλ. ταγματάρχης [taγmatárxis] & (προφ.) ταγματαρχίνα [taγmatarxína] Ο26 : 1α. (στρατ.) βαθμός ανώτερου αξιωματικού του στρατού ξηράς, ανώτερος από το λοχαγό και κατώτερος από τον αντισυνταγματάρχη. β. (παλαιότ.) βαθμός ανώτερου αξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από το μοίραρχο και κατώτερος από τον αντισυνταγματάρχη. 2. (θηλ.) α. γυναίκα που έχει το βαθμό του ταγματάρχη1α. β. ταγματαρχίνα, η γυναίκα του ταγματάρχη.
[λόγ. < ελνστ. ταγματάρχης `διοικητής τάγματος΄ (δες τάγμα1)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· ταγματάρχ(ης) -ίνα]