Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταγέρ το [tajér] Ο (άκλ.) : γυναικείο ρούχο που αποτελείται από μια ζακέτα, συνήθ. σε αντρικό στιλ, και μια φούστα από το ίδιο ύφασμα: Σπορ / αμπιγέ ~. Xειμωνιάτικο / ανοιξιάτικο / καλοκαιρινό ~.
ταγεράκι το YΠΟKΟΡ: Φορούσε ένα πολύ χαριτωμένο ~. [λόγ. < γαλλ. tailleur]