Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταβλαδόρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταβλαδόρος ο [tavlaδóros] Ο18 : αυτός που παίζει τάβλι, ιδίως ο πολύ ικανός ή ο επαγγελματίας παίχτης.

[τάβλ(ι) -αδόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες