Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταβανώνω [tavanóno] -ομαι & νταβανώνω [davanóno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω εσωτερικά τη στέγη ενός χώρου με ξύλινο κυρίως ταβάνι.
[ταβάν(ι), νταβάν(ι) 2 -ώνω]