Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταίριασμα το [térjazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ταιριάζω. 1α. Tο ~ των παπουτσιών. β. συνδυασμός: Tο ~ των χρωμάτων. 2. συμφωνία: Tο ~ του ζευγαριού / των φίλων / της παρέας. Tο ~ των ιδεών / των απόψεων. 3. προσαρμογή: Tο ~ του ωραρίου δουλειάς στις ανάγκες της νοικοκυράς.
[ταιριασ- (ταιριάζω) -μα]